~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
...................... Διαδικτυακή περιοδική έκδοση για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης * ..με ειδήσεις * άρθρα * ...υπεύθ. σύνταξης: Πάνος Σ. Αϊβαλής * ~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
"Σκέφτομαι πως αυτά τα τρία συστατικά πρέπει νά 'χει η ζωή: το μεγάλο, το ωραίο και το συγκλονιστικό. Το μεγάλο είναι να βρίσκεσαι μέσα στην πάλη για μια καλύτερη ζωή. Όποιος δεν το κάνει αυτό, σέρνεται πίσω απ' τη ζωή. Το ωραίο είναι κάθε τι που στολίζει τη ζωή. Η μουσική, τα λουλούδια, η ποίηση. Το συγκλονιστικό είναι η αγάπη. Νίκος Μπελογιάννης

Περί οράματος για το κοινό μέλλον της Ευρώπης βέβαια, ας μην έχουμε μεγάλες προσδοκίες

«Πολιτεία που δεν έχει σαν βάση της την παιδεία, είναι οικοδομή πάνω στην άμμο».

Αδαμάντιος Κοραής (1748 – 1833)

γιατρός και φιλόλογος, από τους πρωτεργάτες του νεοελληνικού διαφωτισμού.

Παρασκευή 29 Δεκεμβρίου 2017

Αντίο στον δημοσιογράφο Βίκτωρα Νέτα.... «έφυγε» σε ηλικία 79 ετών

«Έφυγε» ο Βίκτωρ Νέτας

netas.jpg


Σε ηλικία 79 ετών «έφυγε» από κοντά μας, την Τετάρτη, ο αγαπημένος δημοσιογράφος Βίκτωρ Νέτας, ο οποίος εργάστηκε αρχικά σε εφημερίδες της Θεσσαλονίκης, όπου γεννήθηκε, και έπειτα σε εφημερίδες πανελλαδικής κυκλοφορίας, όπως η Ελευθεροτυπία, Τα Νέα και Το Βήμα, ενώ τα τελευταία χρόνια αρθρογραφούσε στην «Εφημερίδα των Συντακτών». Ο Νέτας σπούδασε πολιτικές και οικονομικές επιστήμες στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ενώ είχε έντονη πολιτική και συνδικαλιστική δράση. Κατά τη διάρκεια της Χούντας εξορίστηκε για τρία χρόνια (1968-70).
Στο παρελθόν ο ίδιος είχε παρουσιάσει πολιτικές και ενημερωτικές εκπομπές στην ΕΡΤ, με πιο γνωστή την εκπομπή «Μ' ανοιχτά χαρτιά» (1982-89). Είχε επίσης γράψει πολλά βιβλία, εμπνευσμένα από το έντονο ενδιαφέρον του και τη βαθιά γνώση του για την πολιτική ζωή του τόπου. 
Στην τελευταία κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου, από το Φεβρουάριο του 1964 ως τον Ιούλιο του 1965, υπήρξε ειδικός συνεργάτης του υπουργείου Προεδρίας της Κυβερνήσεως, ενώ στις δύο πρώτες κυβερνήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου, από τον Οκτώβριο του 1981 ως τον Ιούλιο του 1989, διετέλεσε προϊστάμενος του Τμήματος Ενημερωτικών Εκπομπών της ΕΡΤ.
Τη θλίψη του για το θάνατο εξέφρασε το Δ.Σ. της ΕΣΗΕΑ σημειώνοντας πως «υπήρξε μαχητικός δημοσιογράφος και ιδιαίτερα ικανός πολιτικός αναλυτής. Προσέγγιζε την επικαιρότητα με διεισδυτική ματιά αλλά και ψυχραιμία.
»Εργάστηκε πάντοτε με σεβασμό στη δεοντολογία και αφήνει το δικό του προσωπικό στίγμα ως παρακαταθήκη για τους νεώτερους δημοσιογράφους. Υπήρξε δάσκαλος για πολλούς και θα μείνει αξέχαστος σε όσους τον γνώρισαν και συνεργάστηκαν μαζί του.
Στην ανακοίνωσή της η Ένωση διευκρινίζει ότι η κηδεία του Βίκτωρα Νέτα θα γίνει σε κλειστό οικογενειακό κύκλο.

Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2017

Έντεκα (11) μήνες απλήρωτοι μόνο στον Μπόμπολα - Άκρα του τάφου σιωπή στον Τύπο βασιλεύει...

Απλήρωτοι Μπόμπολα - Ψυχάρη. Ερωτήματα...
11 μήνες απλήρωτοι μόνο στον Μπόμπολα
Άκρα του τάφου σιωπή
στον Τύπο βασιλεύει...




@ Τι γίνεται με την οικογένεια Μπόμπολα; Πως εξαφανίστηκε έτσι από το σκηνικό των media και πως είναι δυνατόν, με τέτοια ισχύ, να έχει αφήσει απλήρωτους τους εργαζόμενους στα πρώην έντυπα του Πήγασου, επί 11 μήνες;
@ Πως είναι δυνατόν να μην πληρώνονται το Δώρο των Χριστουγέννων και να μην κουνιέται φύλλο;
@ Πως είναι δυνατόν να “συνωστίζονται” οι εργαζόμενοι της Πήγασος ΑΕ, δεύτερη κατά σειρά σε μια ανακοίνωση της ΕΣΗΕΑ, όπου προηγείται η “Live Sports”;
@ Τι γίνεται με τους απλήρωτους του ΔΟΛ, που περιμένουν ακόμη την εκκαθάρισητης εταιρείας; Γιατί έχει πέσει πια τόσο σιωπή;
@ Μιλάμε για εταιρείες που μπήκαν στο Χρηματιστήριο και ειδικά ο ΔΟΛ, σάρωσεστην εποχή του…
@ Αλλά, μην νομίζετε πως ο Τύπος δεν ετοιμάζεται για τα ίδια λάθη. Πάλι προσφορές, πάλι περιοδικά, πάλι “πιλάφια” και “κατεψυγμένη ύλη”, ξανά και ξανά εφημερίδες που δεν διαβάζονται.

__________
Τυπολογίες

*από ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ

Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 2017

Στα 1.800 € η ταρίφα των «ρεπορτάζ» της Καθημερινής «σύμφωνα» με τη Διαύγεια...

ΘΕΜΑΤΑ ΤΥΠΟΥ


Την απόλυτη κατρακύλα έχουν πάρει πλέον οι τιμές των «ρεπορτάζ» στη δημοσιογραφική πιάτσα με τη σοβαρή «Καθημερινή» να βρίσκεται μάλλον στην κορυφή των προσφορών, αφού αποδεδειγμένα κατέβασε την ταρίφα στα 1.800 ευρώ, τουλάχιστον δηλαδή τρεις φορές πιο κάτω από όσα ζητά και παίρνει μια κυρία, από εκείνες που «συνοδεύουν» (αβάδιστα-ακούραστα) τους σινιέ CEO αναγνώστες της σε τριήμερα «εκπαιδευτικά» συνέδρια στο Ντουμπάι και στη Μαλαισία. (ενίοτε και στη Μαλεσίνα).

Toυ Παύλου Κιρκασίδη 

Ταυτόχρονα ένα πανό που ήδη έχει αναρτηθεί έξω από τα γραφεία της ιστορικής φυλλάδας στο Φάληρο, με τη φράση «Τ' αφεντικό τρελλάθηκε» σηματοδοτεί τα νέα ήθη στη δημοσιογραφία ενώ ανησυχίες προκαλούν κάτι περίεργοι ήχοι που ακούγονται πάνω από τον τάφο της Ελένης Βλάχου που, αν μη τι άλλο, σε τέτοια ζητήματα τουλάχιστον, δεν την έλεγες και ψιλικατζού*.
Η συγκεκριμένη αποκάλυψη δεν είναι καν αποκάλυψη με την κλασική έννοια του όρου, αλλά ξεδιπλώνεται ολόκληρη (σχεδόν) μπροστά στα μάτια μας, με την αρχή της να βρίσκεται στην ιστοσελίδα της Διαύγειας και το τέλος της σε εκείνη της προαναφερθείσας εφημερίδας, που αποφάσισε να αντιμετωπίσει με ένα κάπως... ευρύτερο πνεύμα την έννοια της «έκδοσης». 

Ο Δήμαρχος Ναυπλιέων αντί του βασιλιά Καρνάβαλου 

Ο Δήμαρχος Ναυπλιέων Δημήτρης Κωστούρος, πασίγνωστος «σκανδαλιάρης» αλλά και άλλο τόσο πασίγνωστος γραφικός, ίσως πιο γραφικός κι από την ίδια του την πόλη καθώς είχε (πιθανόν να έχει μέχρι και σήμερα) σκοπό να αναθέσει σε επενδυτικές ομάδες του Σώρρα (ΕI-ΕΝD) να... λύσουν τα οικονομικά προβλήματα του Ναυπλίου, κάπου στα τέλη Γενάρη είπε να δοξαστεί λίγο ακόμη φτιάχνοντας το προφίλ του μέσα από τις σελίδες της Καθημερινής και με αφορμή το καρναβάλι της πόλης η οποία, σύμφωνα με τον ίδιο «θα διαφημιζόταν και θα είχε οικονομικά οφέλη».
(Είναι παγκοίνως γνωστό άλλωστε πως κανένας έλληνας δεν αποφασίζει να επιλέξει καρναβάλι αν πρώτα δεν έχει φροντίσει να συμβουλευθεί σχετικώς την Καθημερινή, κάτι που συμβαίνει ιδιαίτερα και κατά τις προεκλογικές περιόδους).



Φυσικά αυτό το «ρεπορτάζ» δεν θα ήταν τζάμπα, τι είναι τζάμπα στις μέρες μας άλλωστε και για τον λόγο αυτό ο Δήμαρχος ζήτησε από το ΔΣ την ψήφιση πίστωσης 1.800 ευρώ ποσόν και το οποίο εγκρίθηκε και από τους 20 παρόντες συμβούλους (13 απουσίαζαν), ποσό που θα αφορούσε τις εορταστικές καρναβαλικές εκδηλώσεις του Δήμου και θα αποσκοπούσε στην αύξηση του τουρισμού και του τζίρου της τοπικής αγοράς. Κάπου εδώ όμως, μια πρώτη απορία δημιουργείται περί του πώς γνώριζε ο Δήμαρχος Ναυπλίου το ακριβές αντίτιμο για ένα «ρεπορτάζ» της Καθημερινής. 
Η μεγάλη ωστόσο απορία έχει να κάνει με το πώς είναι δυνατόν, ως Δήμαρχος, να λες πως παίρνεις από το υστέρημα των δημοτών σου έστω αυτά τα 1.800 ευρώ για να διαφημίσεις και να ενισχύσεις υποτίθεται την πόλη σου με μια πληρωμένη καταχώρηση που για θεματικό υπέρτιτλο έχει, «Πρόσωπα του Τουρισμού», για τίτλο του διαφημιστικού άρθρου το... ονοματεπώνυμό σου και για κεντρική φωτογραφία τη φάτσα σου. (Εκτός και αν θεωρείς πως εσύ είσαι το πλέον ενδεικνυόμενο «μοντέλο» για τη διαφήμιση μια εκδήλωσης με κεντρικό θέμα τον καρνάβαλο, κάτι τελικά με το οποίο ίσως κάποιοι και να συμφωνούσαν).
Η... «έγκριτος» Καθημερινή 

Όσον αφορά την εφημερίδα η οποία δεν χάνει ευκαιρία να διακηρύσσει τη σοβαρότητα και την εντιμότητα και την προσκόλληση στις ευρωπαϊκές αξίες και φυσικά και την αναγκαιότητα των μνημονίων καθώς «όλοι οι έλληνες είναι απατεώνες και χωρίς μνημόνια δεν στρώνουν και έριξαν έξω την οικονομία επειδή δεν κόβανε αποδείξεις οι τυροπιτάδες» κλπ γλαφυρά, ιδού συνελήφθη η ίδια κλέπτουσα οπώρας και μάλιστα οπώρας Ναυπλίου, να εξαπατά δηλαδή τους αναγνώστες της χρηματιζόμενη για ένα ρεπορτάζ πουόφειλε και εκ της σχετικής νομοθεσίας αλλά και κώδικα δημοσιογραφικής δεοντολογίας να φέρει τον τίτλο «πληρωμένη καταχώριση» ώστε ο μεν αναγνώστης να γνωρίζει πως πρόκειται περί κοινής πληρωμένης διαφήμισης η δε Εφορία πως πρόκειται για φορολογητέα ύλη με ΦΠΑ, Αγγελιόσημα και όλα τα συνακόλουθα... 
Φυσικά, δεν θέλουμε να πιστέψουμε πως ένα τόσο σοβαρός αλλά και πανέντιμος δημοσιογραφικός οργανισμός πήρε τα 1.800 ευρώ «μαύρα» ούτε και μπορούμε και να φανταστούμε πόσες χιλιάδες ακόμη 1.800ρια θα μπορούσαν κάθε χρόνο να εισπράττονται επίσης «μαύρα» αλλά όλοι μας υποθέτουμε πως το συνολικό ποσόν της φοροκλοπής και της εισφοροδιαφυγής δεν θα ξεπερνάει τα όσα κλέβουν οι γριές που πουλούν στις λαϊκές μαϊντανό δίχως άδεια, όσα αποθησαυρίζουν οι πανούργοι καστανάδες μη έχοντας ταμειακή ή όσα εκατομμύρια κονομάνε 15χρονα κορίτσια που τυλίγονται σε μια κόλλα χαρτί με τον... μισό ποινικό κώδικα, επειδή «συνελήφθησαν να πουλάνε 15 τριαντάφυλλα χωρίς άδεια». (βλ. φωτό που ακολουθεί)

Σε κάθε περίπτωση είμαστε σίγουροι πως η Καθημερινή θα έχει «όλας τας αποδείξεις». (κι αν δεν τις έχει θα τις βρει). Την μόνη απόδειξη που σίγουρα δεν θα μπορέσει να ξαναβρεί ποτέ στην όποια υπολειπόμενη ζωή της, είναι μια που να πείθει και τον πλέον καλόπιστο πως έστω μια φορά τον χρόνο θα υπηρετεί την αλήθεια. Αρκεί αυτή η μια ημέρα να μην είναι η 1η Απριλίου.
Όσο για τον Δήμαρχο Ναυπλιέων, ελπίζουμε όταν, εν όψει θέρους, έρθει η ώρα να διαφημίσει και τις παραλίες της πόλης του, να φροντίσει να το κάνει με κάποιες φωτογραφίες περισσότερο ελκυστικές από εκείνη της κατά τα άλλα συμπαθέστατης φυσιογνωμίας του. Αλλά μέχρι τότε, ίσως η πόλη του Ναυπλίου να μην έχει ανάγκη ούτε από πληρωμένα «ρεπορτάζ» στις Καθημερινές ούτε κι από παραθεριστές και τουρίστες. Κι από την Ε΄ Εθνοσυνέλευση μέχρι την των... «Ελλήνων Συνέλευση», μια γελοιότητα δρόμος... 

* Εφόσον δεν ήταν εσφαλμένη η κρίση του Δικαστηρίου που αφορούσε την εμπλοκή της στο σκάνδαλο Κοσκωτά και την έκρινε ένοχη για αποδοχή προϊόντων εγκλήματος, συνομολόγηση απαγορευμένης δικαιοπραξίας σε συνάλλαγμα, παράνομη εξαγωγή συναλλάγματος καθώς και ηθική αυτουργία σε παράνομη εξαγωγή συναλλάγματος, καταδικάζοντάς την σε φυλάκιση δυο ετών με αναστολή και θαμπώνοντας έτσι την αγιογραφία της που ακόμη και σήμερα δεν λείπει από το εικονοστάσι κανενός «ευπρεπούς» και «σοβαρού» δημοσιογράφου.

________________

Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2017

24ωρη απεργία στα ΜΜΕ Πέμπτη 14 Δεκεμβρίου 2017

Ενώσεις στα ΜΜΕ - 24ωρη απεργία στις 14/12



ΕΝΩΣΗ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ ΑΘΗΝΩΝ
ΕΝΩΣΙΣ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ ΗΜΕΡΗΣΙΩΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΩΝ ΑΘΗΝΩΝ
ΕΝΩΣΗ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ
ΕΝΩΣΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΗΜΕΡΗΣΙΩΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΩΝ ΑΘΗΝΩΝ
ΕΝΩΣΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΗΜΕΡΗΣΙΩΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΕΝΩΣΗ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ
ENΩΣΗ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΑΣ
ΕΝΩΣΗ ΦΩΤΟΡΕΠΟΡΤΕΡ ΕΛΛΑΔΟΣ



24ωρη απεργία στα ΜΜΕ
Πέμπτη 14 Δεκεμβρίου 2017

Τα Διοικητικά Συμβούλια των Συνεργαζόμενων Ενώσεων στο χώρο του Τύπου και των ΜΜΕ, στην από 12/12/2017 συνεδρίασή τους και στο πλαίσιο της 24ωρης απεργιακής πανελλαδικής κινητοποίησης που έχει κηρύξει η ΓΣΕΕ για την Πέμπτη 14 Δεκεμβρίου,αποφάσισαν τη συμμετοχή τους με την κήρυξη 24ωρης απεργίας από τις 06.00 π.μ. της Πέμπτης 14 Δεκεμβρίου 2017 έως τις 06.00 π.μ. της Παρασκευής 15 Δεκεμβρίου 2017 σε όλα τα δημόσια και ιδιωτικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.

Οι εργαζόμενοι στο χώρο της ενημέρωσης, ως ενεργό κομμάτι του σκληρά δοκιμαζόμενου εργατικού κινήματος και της ελληνικής κοινωνίας 

ΑΝΤΙΔΡΟΥΜΕ - ΕΝΑΝΤΙΩΝΟΜΑΣΤΕ στα αντιλαϊκά μέτρα και στις μνημονιακές δεσμεύσεις, που πλήττουν κατάφωρα το σύνολο του Ελληνικού λαού και ιδιαίτερα τους εργαζομένους στο χώρο του Τύπου, σε ένα ασφυκτικό περιβάλλον ύφεσης, απολύσεων, επισφαλούς και αδήλωτης εργασίας, ανεργίας, νέων περικοπών στις συντάξεις, δριμείας φοροεπιδρομής σε μισθωτούς και συνταξιούχους. φτωχοποίησης και κοινωνικού αποκλεισμού.

ΑΠΑΙΤΟΥΜΕ την άμεση κατάργηση του συνόλου των αντεργατικών μνημονιακών πολιτικών βίαιης και αντιδημοκρατικής προσβολής των εργασιακών και συνδικαλιστικών δικαιωμάτων που οδήγησαν στο στραγγαλισμό των συλλογικών εργατικών δικαιωμάτων και εγγυήσεων, στην εμπέδωση της εργοδοτικής αυθαιρεσίας, στην κατάργηση του κοινωνικού κράτους και στη διαρκή ομηρία των συντάξεων και των κοινωνικών παροχών.

ΔΙΕΚΔΙΚΟΥΜΕ, ΑΓΩΝΙΖΟΜΑΣΤΕ, ΑΠΕΡΓΟΥΜΕ για:

  • Σταθερή και πλήρη εργασία για όλους, με ίσα δικαιώματα 
  • Αξιοπρεπείς μισθούς και συντάξεις 
  • Άμεση εξόφληση δεδουλευμένων, όπου οφείλονται 
  • Ουσιαστικά και αποτελεσματικά μέτρα αντιμετώπισης της ανεργίας 
  • Αποκατάσταση του συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων και τήρηση της υποχρέωσης των εργοδοτών για κατάρτιση και υπογραφή Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, χωρίς παρελκυστικές τακτικές με στόχο την αποτροπή των ΣΣΕ που τους δεσμεύουν και την υπογραφή ατομικών συμβάσεων εργασίας με πρόσχημα τη κρίση. 
  • Ελεύθερη συνδικαλιστική δράση, χωρίς κρατικό και εργοδοτικό παρεμβατισμό στην άσκηση των συλλογικών δικαιωμάτων των εργαζομένων, με κυρίαρχο το δικαίωμα της αυτοτελούς διεκδίκησης συλλογικών διαπραγματεύσεων και το δικαίωμα της απεργίας
    Τα Διοικητικά Συμβούλια των Ενώσεων στο χώρο του Τύπου και των ΜΜΕ, δηλώνοντας την πάγια προσήλωσή τους στον αγώνα για: 
    • ΤΗ ΔΙΚΑΙΩΣΗ ΤΩΝ ΑΙΤΗΜΑΤΩΝ ΜΑΣ
    • ΤΗΝ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ ΜΑΣ 
    • ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
    καλούν όλους τους συναδέλφους να περιφρουρήσουν την 24ωρη απεργία της Πέμπτης 14 Δεκεμβρίου 2017, να συμμετάσχουν δυναμικά στις απεργιακές συγκεντρώσεις και να διασφαλίσουν την επιτυχία της.
    ΤΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ ΤΩΝ ΕΝΩΣΕΩΝ

    _________

    Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2017

    Οταν οι Γερμανοί ήταν φίλοι μας

    efimerides.png


    Χαρακτηριστικά πρωτοσέλιδα του νόμιμου Τύπου της Κατοχής
    *

    «Ημείς εδώ ζώμεν καλώς, ως φίλοι, ως συνεργάται, ως αδελφοί με τους Γερμανούς. Καλούμεν τους Κρήτας να μετανοήσουν εμπράκτως»
    «Η Καθημερινή», 29/5/1941 (κύριο άρθρο)
    H ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοπόταμου, τη νύχτα της 25ης Νοεμβρίου 1942, δεν έκοψε μόνο έναν κρίσιμο δίαυλο ανεφοδιασμού του Ρόμελ στο πολεμικό μέτωπο της Βόρειας Αφρικής. Ως παράπλευρη συνέπεια επέφερε επίσης ξαφνική αλλαγή διεύθυνσης της «Καθημερινής», μιας από τις σημαντικότερες εφημερίδες που κυκλοφορούσαν τότε νόμιμα στην κατοχική Αθήνα.
    Η σημασία των δύο γεγονότων δεν επιδέχεται βέβαια την παραμικρή σύγκριση. Η μελέτη του ελάσσονος σκέλους αποδεικνύεται ωστόσο αρκετά διαφωτιστική για μια πτυχή της εμπειρίας εκείνων των χρόνων που περνά συνήθως απαρατήρητη: τη λειτουργία του νόμιμου αθηναϊκού Τύπου στις ιδιόμορφες συνθήκες της ξένης στρατιωτικής κατοχής και της αντιφασιστικής αντίστασης.
    Ιστορία που έχει παραμείνει στη σκιά, παρά το αναζωπυρωμένο ενδιαφέρον για την Κατοχή και τους ανθρώπους της, για λόγους που δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο ν’ αντιληφθούμε.

    Μια διδακτική ιστορία

    Η λεπτομερέστερη (και κοντινότερη στα γεγονότα) εκδοχή για όσα συνέβησαν προέρχεται από το δημοσιευμένο ημερολόγιο της Ελένης Βλάχου, κόρης του προπολεμικού ιδιοκτήτη και διευθυντή της εφημερίδας, Γεωργίου Βλάχου (γνωστού επίσης ως Γ.Α.Β., από τα αρχικά με τα οποία υπέγραφε τα κείμενά του).
    «Το βράδυ» της 28ης Νοεμβρίου 1942, μας πληροφορεί εγγραφή της επομένης,«εστάλη στην “Καθημερινή” από την Ιταλική λογοκρισία ένα άρθρο δριμύτατο και εξαιρετικά κακογραμμένο κατά των Ελλήνων ανταρτών. Και άρχισε το παζάρι. Πρώτα ζητήσαμε να μην το βάλουν καθόλου. “Αδύνατο!” μας απάντησαν. “Καλά, να το βάλουμε, αλλά να το δημοσιεύσουν και οι άλλες εφημερίδες...” “Όχι!” “Τότε να μας το υπογράψετε, με ελληνικό όνομα ή ξένο...” Ούτε και αυτό έγινε δεκτό, και μας εστάλη “τελεσίγραφο”: ή να μπει το άρθρο ή να διακοπεί η έκδοση της εφημερίδας. Αμέσως αποφασίσθηκε η διακοπή –την είχαμε ζητήσει πολλές φορές αλλά ουδέποτε μας είχε δοθεί η άδεια... Τέλος, μόλις είχαν κλείσει τα τυπογραφεία και τα πιεστήρια, ήρθε νέα διαταγή –να εκδοθούμε οπωσδήποτε, χωρίς το άρθρο. Αυτό ήταν όλο» 
    («Πενήντα και κάτι...», τ.Α΄, Αθήνα 1991, σ.149-50).
    Ο πρώτος πληθυντικός του ημερολογίου ξαφνιάζει ίσως τον διαβασμένο αναγνώστη, καθώς έρχεται σε χτυπητή αντίθεση με τους πάγιους ισχυρισμούς πατέρα και κόρης ότι σε όλη της διάρκεια της Κατοχής η οικογένεια δεν είχε πια την παραμικρή σχέση με την εφημερίδα, έχοντας παραδώσει από την πρώτη μέρα τη διεύθυνση και το ταμείο της στους ίδιους τους εργαζόμενους, που την εξέδιδαν για δικό τους λογαριασμό και βιοπορισμό.
    Οπως εξηγούμε στις επόμενες σελίδες, η απόσυρση αυτή δεν υπήρξε παρά ένας μηχανισμός αυτοπροστασίας, κοινός λίγο πολύ σε όλους τους εκδότες της εποχής, προκειμένου ν’ αποφύγουν την ταύτιση με το νέο καθεστώς και να ξαναπάρουν τον έλεγχο των εντύπων τους μεταπολεμικά.
    Φαίνεται, πάντως, πως επ’ αυτού δεν είχαν πειστεί ούτε οι ίδιοι οι Ιταλοί. Το πρωί της επομένης συνέλαβαν έτσι τον Βλάχο και τον έκλεισαν στις φυλακές Αβέρωφ.
    «Η αφορμή θα ήταν κωμική, ακόμη και αν ο πατέρας μου πραγματικά ανακατευόταν στη διεύθυνση της εφημερίδας, αλλά την είχε τελείως εγκαταλείψει. Συχνά του τηλεφωνούσαν και του ζητούσαν κάποια γνώμη, οπότε τους απαντούσε να κάνουν ό,τι θέλουν» σχολιάζει στο ημερολόγιό της η κόρη του (σ.150).
    Ενας συγκρατούμενός του θα συγκρατήσει, πάντως, μια κάπως διαφορετική ανάμνηση: ο Γ.Α.Β. «είχε συλληφθή για μια τυπική παράλειψι της εφημερίδος του “Καθημερινή”» (Αλέξανδρος Ζάννας, «Η Κατοχή», Αθήνα 1964, σ.119).
    Τις επόμενες μέρες οι Ιταλοί θα συλλάβουν και τον επίσημο διευθυντή, Νίκο Αναστασόπουλο. «Του πρόσφεραν σπουδαία χάρη», σχολιάζει πικρόχολα η κόρη (1/12), προτού περάσει στη συνέχεια της υπόθεσης: «Μας επέβαλαν ένα νέο διευθυντή της εκλογής τους, κάποιον Σπύρο Τραυλό, διάσημο κάθαρμα, καταχραστή, αποτυχημένο δημοσιογράφο και δήθεν στρατιωτικό. Στην εφημερίδα επικρατεί χάος. Τη φρουρούν με περιπόλους και πολυβόλα, τα πιεστήρια, τα γραφεία και τη γειτονιά, σαν να περιμένουν ποιος ξέρει τι να βγει από εκεί μέσα!» (σ.150).
    Η προσωπική περιπέτεια του Γ.Α.Β. έληξε αρκετά γρήγορα και ανώδυνα, για τα δεδομένα της εποχής.
    Δώδεκα μέρες μετά τη σύλληψή του μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο και στις 22 Δεκεμβρίου αφέθηκε ελεύθερος, δίχως να παραπεμφθεί σε δίκη (όπ.π., σ.151-2).
    Ο Αναστασόπουλος απολύθηκε κι αυτός, χωρίς να επιστρέψει στη διεύθυνση, για να σκοτωθεί έναν χρόνο αργότερα σε τυπικό αυτοκινητικό δυστύχημα της εποχής: χτυπημένος από κάποιο βιαστικό γερμανικό καμιόνι (25/1/1944).
    Ο διάδοχός του δεν ήταν τυχαίο πρόσωπο. Στέλεχος μέχρι τότε της «ελληνικής» υπηρεσίας λογοκρισίας, είχε διακριθεί από τις πρώτες μέρες της Κατοχής για τη φιλοχιτλερική δραστηριότητά του.
    «Πρέπει να γράψω το όνομά του: Σπύρος Τραυλός», σημειώνει χαρακτηριστικά στις 17/6/1941 στο ημερολόγιό του ένας καθηγητής μουσικής στο Κολλέγιο Αθηνών. «Δεν τον γνωρίζω, αλλά από τη σημερινή αισχρή του ραδιοφωνική ομιλία έχω κατατοπισθή για το άτομό του. Προδότης και πληρωμένος δούλος των νέων αφεντικών μας» («Το ημερολόγιο κατοχής του Μίνου Δούνια», Αθήνα 1997, σ.45).
    Φυσικά, ο νέος διευθυντής εγκαινίασε την καριέρα του με τη δημοσίευση του επίμαχου άρθρου, με τον εύγλωττο τίτλο «Ο θρύλος και η πραγματικότης σχετικώς με τους “συμμορίτας”» (1/12/1942).
    Το επίμαχο κύριο άρθρο της «Καθημερινής» για τους «συμμορίτες» (1/12/1942)
    Το επίμαχο κύριο άρθρο της «Καθημερινής» για τους «συμμορίτες» (1/12/1942) | 
    «Οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι απόστολοι, ζηλωταί και προστάται της ελευθερίας και της δικαιοσύνης», διαβάζουμε, «αλλά κοινοί κλέπται, φιλοχρήματοι και αρπακτικοί»που «ωθούνται από ένα και μόνον σκοπόννα παχυνθούν εις βάρος του εργαζομένου λαού και να τον εκφοβίσουν διά της βίας και των δολοφονιών».
    Εξ ου και «οι πληθυσμοί της υπαίθρου» οφείλουν να τους αντιτάξουν «ισχυράν και έμπρακτον άμυναν», όχι μόνο «διά της αρνήσεως πάσης βοηθείας» αλλά και «διά της διευκολύνσεως των Αρχών Κατοχής, αίτινες προτίθενται να επαναφέρουν την τάξιν».
    Κάτι η πρωτοπορία στον έντυπο αντισυμμοριακό αγώνα, κάτι το γινάτι των ιδιοκτητών της εφημερίδας, ο Τραυλός υπήρξε τελικά ο μόνος Αθηναίος δημοσιογράφος που καταδικάστηκε για δωσιλογισμό -έστω και με μείωση του καταλογιζόμενου αδικήματος, από «συνειδητό όργανο του εχθρού» σε απλή «εθνική αναξιοπρέπεια».
    Η ποινή που του επιβλήθηκε (14/7/1945) ήταν φυλάκιση ενός έτους (με αφαίρεση της προφυλάκισης 43 ημερών), ισόβια στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων και καταβολή των δικαστικών εξόδων.
    Για τη σχετικά ήπια αυτή μεταχείριση, κάποιο ρόλο έπαιξε πιθανότατα η συνηγορία μαρτύρων υπεράσπισης, όπως ο προϊστάμενός του στη λογοκρισία Γεώργιος Κυριακίδης, αλλά και «κατηγορίας», όπως ο (προκατοχικός, κατοχικός και μετακατοχικός) οικονομικός διευθυντής της «Καθημερινής» Επαμεινώνδας Πέτας, που ανέλαβαν προσωπικά ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου την ευθύνη για τον διορισμό του.
    Οι μαρτυρικές καταθέσεις στη δίκη του Τραυλού μάς προσφέρουν πάντως μια ολόκληρη γκάμα από αποκλίνουσες εκδοχές για τους λόγους που είχαν επιβάλει προ τριετίας την αναβολή δημοσίευσης του επίμαχου κειμένου.
    Εφταιγε άραγε το μέγεθός του, όπως ισχυρίστηκε ο οικονομικός διευθυντής της «Καθημερινής»;
    Ο γερμανόφιλος Αναστασόπουλος επιθυμούσε «ίσως να μειώση την θέσιν των Ιταλών έναντι των Γερμανών», όπως κατέθεσε ο πρόεδρος του Πειθαρχικού της ΕΣΗΕΑ, ή απλώς δεν ήθελε να πετάξει κάποιο δικό του άρθρο, όπως υποστήριξε κάποιος συντάκτης της εφημερίδας;
    Μήπως πάλι τον έπεισε τηλεφωνικά ο διορθωτής του κειμένου, που «ετρομοκρατήθη» από το περιεχόμενό του –εκδοχή που πρόβαλε ο Νίκος Κρανιωτάκης του απροκάλυπτα φιλοϊταλικού (το 1941) «Πρωινού Τύπου», μαζί με τη διαβεβαίωση πως ο κατηγορούμενος «είναι Ελλην και 100% πατριώτης»;
    Και πόσο βάρυνε στην τελική απόφαση η αντίδραση των τυπογράφων, που σε περίπτωση αντικατάστασης του κύριου άρθρου δεν προλάβαιναν να γυρίσουν στα σπίτια τους πριν από την απαγόρευση κυκλοφορίας;

    Πριν Τραυλός λαλήσαι

    Το μόνο βέβαιο είναι ότι το παραπάνω δημοσίευμα κάθε άλλο παρά πρωτόγνωρο υπήρξε. Η μόνη καινοτομία του αφορούσε ίσως την κατασυκοφάντηση μιας εγχώριας ένοπλης δύναμης, απροσδιόριστου ακόμη χαρακτήρα, που αναδυόταν ως εναλλακτικός πόλος εξουσίας σε μια συγκυρία ρευστή από κάθε άποψη.
    Αν μη τι άλλο, η ίδια εφημερίδα είχε γράψει τα ίδια και πολύ χειρότερα κατά την πρώτη ιδίως φάση της Κατοχής, όταν η νίκη του Αξονα φάνταζε σχεδόν αυτονόητη.
    Ούτε ήταν, άλλωστε, η μόνη. Η εικόνα που παρουσιάζουν όλα ανεξαιρέτως τα φύλλα του νόμιμου αθηναϊκού Τύπου, ήδη από τις πρώτες μέρες της Κατοχής, είναι αυτή της πλήρους υποταγής στις ανάγκες και τις διαθέσεις του κατακτητή.
    Στην καλύτερη περίπτωση το κήρυγμα της υποταγής γίνεται στο όνομα της συλλογικής επιβίωσης· τον τόνο τον δίνει ωστόσο συνήθως ένας επίπλαστος ενθουσιασμός για τη νέα κατάσταση και τις ευμενείς, υποτίθεται, επιπτώσεις της. Μεταστροφή που στους αναγνώστες προκάλεσε σοκ και αηδία, όπως πιστοποιούν ουκ ολίγα προσωπικά ημερολόγια.
    Τα βασικά χαρακτηριστικά και οι μετασχηματισμοί αυτής της έντυπης προπαγάνδας θα μας απασχολήσουν αναλυτικά σε κάποιο άλλο αφιέρωμα.
    Προς το παρόν, υπενθυμίζουμε δύο χαρακτηριστικά δείγματα από την αρθρογραφία των εντύπων του ΔΟΛ.
    Τις βαριές εκφράσεις του μόνιμου επιφυλλιδογράφου του «Ελεύθερου Βήματος»,Παύλου Παλαιολόγου, για «τα ξελιγωμένα τσουλάκια του πεζοδρομίου» και «τους λιονταρήδες των ανώνυμων εκδηλώσεων» που «εγκληματούν κατά του τόπου των»επευφημώντας διερχόμενους Βρετανούς αιχμαλώτους (3/6/1941), και την οργή των«Αθηναϊκών Νέων» (2/6/1941) για «την βρωμερότητα όλων εκείνων των εμπόρων που αισχροκερδούν εις βάρος των Γερμανών στρατιωτών, λησμονούντες κατά τον ασυνειδητότερον τρόπον την ιπποτικήν απέναντί μας στάσιν του στρατού της κατοχής» –σε συνδυασμό με την καταδίκη, στο ίδιο κύριο άρθρο, «της ηθικής πωρώσεως» όσων συμπατριωτών μας «δικαιολογούν εις τας ιδιαιτέρας συνομιλίας των τας ωμότητας που διεπράχθησαν εν Κρήτη» κατά των εισβολέων,«στιγματίζοντες το ελληνικόν όνομα και παρουσιάζοντες εις τα όμματα του κόσμου ως μίαν πρωτόγονον ζούγκλαν την πατρίδα μας».

    Η δυσδιάκριτη αντίσταση

    Μια ισορροπημένη αποτίμηση του νόμιμου Τύπου της Κατοχής οφείλει φυσικά να λάβει υπόψη την κεφαλαιώδη αντίφαση των ημερών, ανάμεσα στην ανάγκη των δημοσιογράφων για φυσική επιβίωση (σε συνθήκες όπου η ανεργία ισοδυναμούσε πρακτικά με θανατική καταδίκη) και την πραγματικότητα της υποχρεωτικής συνεργασίας των εφημερίδων τους με τις αρχές κατοχής.
    Οι αποχρώσεις της στάσης ανθρώπων και εντύπων απέναντι σ’ αυτόν τον διπλό καταναγκασμό, ακόμη και πρακτικές όπως η παράλληλη απασχόληση των ίδιων ατόμων στον νόμιμο κατοχικό και τον παράνομο αντιστασιακό Τύπο, δεν είναι όμως εύκολο να τεκμηριωθούν. Πόσο μάλλον αφού θα πρέπει κανείς να συνυπολογίσει, τόσο τον μεταπολεμικό πληθωρισμό σχετικών ισχυρισμών, όσο και το πραγματικό γεγονός της σταδιακής μεταβολής διαθέσεων και στάσεων, ως αποτέλεσμα δύο καθοριστικών παραγόντων: της τροπής του πολέμου σε βάρος του Αξονα μετά το Στάλινγκραντ και το Ελ Αλαμέιν, αφ’ ενός, και της ανάπτυξης της ΕΑΜικής αντίστασης, με τη συνακόλουθη πόλωση του εγχώριου πολιτικού σκηνικού, αφ’ ετέρου.
    Η εθνικά και συντεχνιακά ορθή ιστοριογραφία αναπαράγει συνήθως ως αμάχητο τεκμήριο την ομιλία του τότε προέδρου της ΕΣΗΕΑ (και διευθυντή της κατοχικής «Πρωίας»), Γιώργου Καράντζα, στην πρώτη γενική συνέλευση του κλάδου μετά την Απελευθέρωση (20/11/1944).
    «Οι αθηναίοι δημοσιογράφοι», διαβάζουμε εκεί, «κατά τα τρία τέταρτα τουλάχιστον συνειργάσθησαν, με προφανείς κινδύνους, εις τον παράνομον τύπον».
    Ο ισχυρισμός αυτός προβλήθηκε ως αντεπιχείρημα στη διάχυτη τότε εντύπωση πως«οι δημοσιογράφοι τυγχάνουσιν ιδιαιτέρας ευνοίας και προνομιακής μεταχειρίσεως»(και κατά την Κατοχή «έζων σχετικώς ανετώτερον» από άλλες κατηγορίες εργαζομένων), περικλείει δε έναν αναντίρρητο πυρήνα αλήθειας: ουκ ολίγοι άνθρωποι του Τύπου έδρασαν όντως αποδεδειγμένα στις γραμμές τόσο της ΕΑΜικής όσο και της εθνικόφρονος Αντίστασης. Είναι, όμως, πρακτικά αδύνατο να επιβεβαιωθεί ως προς το αριθμητικό σκέλος του.
    Ακόμη πιο δυσδιάκριτα είναι τα ίχνη των δημοσιογραφικών αντιστάσεων σε σχέση με το περιεχόμενο των νόμιμων εφημερίδων. Αντιστάσεων που προβλήθηκαν με αρνήσεις ή -συνηθέστερα- κωλυσιεργία δημοσίευσης κειμένων που κρίθηκαν ότι ξεπερνούσαν τα όρια, και οι οποίες μπορούσαν να έχουν βαρύτατες συνέπειες για όσους τις αποτολμούσαν.
    Από τα λίγα πρωτογενή τεκμήρια που διαθέτουμε, διαφαίνεται πάντως πως η προβολή ενστάσεων ήταν ευκολότερη όταν τα επίμαχα κείμενα έθιγαν πατροπαράδοτες συντηρητικές αξίες.
    Μ’ αυτό ακριβώς το σκεπτικό ο Γερμανός λογοκριτής δικαίωσε λ.χ. την άρνηση της«Πρωίας» να δημοσιεύσει ιταλικό άρθρο προσβλητικό για το Βυζάντιο και την Ορθοδοξία (Φώκος Κουντουριώτης, «Εξήντα χρόνια δημοσιογραφία», Αθήνα 1975, σ.75-79).

    Η συνέχεια του κράτους


    1η Ιουνίου 1941. Πρωτοσέλιδη καταδίκη των «απρεπών» εκδηλώσεων συμπαράστασης στους Βρετανούς αιχμαλώτους και του «εγκληματικού» κατεβάσματος της γερμανικής σημαίας από την Ακρόπολη | 
    Μια παράμετρος που, από την άλλη, διευκόλυνε τη συνεργασία των Ελλήνων δημοσιογράφων με τις αρχές Κατοχής είναι το γεγονός ότι τον Απρίλιο του 1941 ο ελληνικός Τύπος βρισκόταν ήδη στον γύψο για μια πενταετία.
    Ισχύει, δηλαδή, στην περίπτωσή του η διαπίστωση του Κρις Γουντχάουζ για τη συνέχεια του κρατικού μηχανισμού μεταξύ 4ης Αυγούστου και δωσίλογης Ελληνικής Πολιτείας: «Ο Μεταξάς είχε προετοιμάσει το δρόμο για την κατοχή, προσαρμόζοντας ανάλογα την κρατική μηχανή και συνηθίζοντας το λαό σε αυταρχική διακυβέρνηση. Ο Γερμανοί, επομένως, δεν είχαν ανάγκη να επινοήσουν ένα νέο τρόπο διοικήσεως, για να γεμίσουν το κενό· χρειάστηκε μόνο να βρουν μερικά πρόσωπα, για τις κενές θέσεις των υπουργείων» («Το μήλο της έριδος», Αθήνα 1975, σ.51).
    Ηδη στις 5 Αυγούστου 1936, μεταξική εγκύκλιος είχε απαγορεύσει «οιαδήποτε κρίσιν [των εφημερίδων] περί του έργου της κυβερνήσεως, εκτός αν είναι ευμενής» –καθώς και κάθε είδηση για τα πολιτικά κόμματα, τα βασιλικά ταξίδια, την οικονομία της χώρας, τον τιμάριθμο και τα εργατικά ή επαγγελματικά ζητήματα, πέρα από τις επίσημες κυβερνητικές ανακοινώσεις.
    Με την ίδια διαταγή οι εφημερίδες υποχρεώνονταν να «συμβάλλωσι εις το αναμορφωτικόν έργον της κυβερνήσεως δι’ άρθρων, σχολίων και πάσης φύσεως δημοσιευμάτων».
    Η πρακτική εφαρμογή αυτών των διατάξεων υλοποιήθηκε μέσω της προληπτικής λογοκρισίας, η άμεση ή έμμεση μνεία της οποίας (π.χ. με κενά ή διαφημίσεις στα λογοκριμένα σημεία) ήταν επίσης απαγορευμένη.
    Οι εφημερίδες υπέβαλλαν στην αρμόδια «Διεύθυνσιν Εσωτερικού Τύπου» του υφυπουργείου Τύπου και Τουρισμού δοκίμια των σελίδων τους πριν και μετά τη λογοκρισία, καθώς και αντίτυπο της τελικής έκδοσης για τη σχετική αντιπαραβολή· μόνο μετά τη σφράγιση αυτού του τελευταίου από τον λογοκριτή ήταν δυνατή η κυκλοφορία του φύλλου (Σπ. Λιναρδάτος, «Η 4η Αυγούστου», Αθήνα 1975, σ.76-77).
    Το 1938 η μεταξική δικτατορία επέβαλε δε ως απαραίτητη προϋπόθεση απασχόλησης στον Τύπο την εγγραφή στο «μητρώο δημοσιογράφων», που με τη σειρά της προϋπέθετε την απουσία καταδίκης βάσει των νόμων προστασίας του κοινωνικού καθεστώτος (ΦΕΚ 1938/Α/68, Α.Ν. 1093, άρθρ. 3-8· ΦΕΚ 1938/Α/186, διάταγμα της 27.4/8.5.1938).
    Το καθεστώς αυτό διατηρήθηκε αυτούσιο επί Κατοχής, με απλή μετονομασία του αρμόδιου υφυπουργείου σε «Διεύθυνσιν Τύπου και Ραδιοφωνίας», υπαγόμενη κατευθείαν στον πρωθυπουργό (1/5/1941), και μόνη ουσιαστική διαφορά τον πολλαπλασιασμό των λογοκριτών, καθώς στην «ελληνική» λογοκρισία προστέθηκε η γερμανική και (μεταξύ Ιουνίου 1941 και Σεπτεμβρίου 1943), η ιταλική.
    Οι δυο τελευταίες ασκούνταν από τις «Υπηρεσίες Τύπου» των αντίστοιχων πρεσβειών, με επικεφαλής η μεν ιταλική τον δόκτορα Ενρίκο Παριμπένι, η δε γερμανική τον δόκτορα Χέριμπερτ Σβέρμπελ.
    Για κάποια στελέχη του εγχώριου μηχανισμού, η Κατοχή δεν άλλαξε πάντως και πολλά πράγματα«Μετά την είσοδον των Γερμανών παραμείναμε εις την θέσιν μας και ενεργούσαμε την ελληνικήν λογοκρισίαν», θα καταθέσει το 1947 στη δίκη του Σταύρου Ευταξία, στο Ειδικό Δικαστήριο Δωσιλόγων, ο δημοσιογράφος Δημήτριος Ζάχος. «Την γερμανικήν λογοκρισίαν έκαναν οι Γερμανοί».
    Εκτός από τον επαγγελματικό εθισμό στη λογοκρισία, πρέπει να συνυπολογιστεί εδώ μια ολόκληρη παράδοση διαπλοκής ιδιοκτητών και δημοσιογράφων με το φασίζον δικτατορικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου.
    Στις 13/9/1936 η ΕΣΗΕΑ παρέθεσε λ.χ. επίσημο γεύμα στον Μεταξά, τον υφυπουργό Τύπου Θεολόγο Νικολούδη, τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Κωνσταντίνο Ζαβιτσιάνο, τους υπουργούς Εργασίας Αριστείδη Δημητράτο και Παιδείας Κωνσταντίνο Γεωργακόπουλο, τον διοικητή πρωτευούσης Κωνσταντίνο Κοτζιά και τον υφυπουργό παρά τω πρωθυπουργώ Αλέξανδρο Παπαχελά, για ν’ ακούσει από το στόμα του δικτάτορα πως ο Τύπος ήταν πλέον υποχρεωτικά «συνεταίρος του κράτους» στο έργο «της κατευθύνσεως [διάβαζε: χειραγώγησης] της κοινής γνώμης»(«Ελεύθερον Βήμα» 15/9/1936).
    Παρόμοιο γεύμα παρέθεσε η ΕΣΗΕΑ και στη διάρκεια της Κατοχής προς τιμήν Γερμανοϊταλών δημοσιογράφων, όπως παραδέχτηκε ο τότε πρόεδρός της κατά την κατάθεσή του στη δίκη του Τραυλού.

    Η ανύπαρκτη κάθαρση


    Το Δ.Σ. της ΕΣΗΕΑ εν έτει 1941. Πρώτος αριστερά ο αντιπρόεδρος (και επικεφαλής της «ελληνικής» υπηρεσίας λογοκρισίας), Γεώργιος Κυριακίδης | 
    Γ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ, «ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΑΙ ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ» (1960)
    Δεν είχαν προλάβει καλά καλά ν’ αποχωρήσουν οι Γερμανοί από την Αθήνα, όταν το Δ.Σ. της ΕΣΗΕΑ ανέλαβε την «αυτοκάθαρση» του κλάδου, διαγράφοντας στις 12/10/1944 ως δωσίλογους 13 από τα πιο εκτεθειμένα μέλη του σωματείου.
    Δέκα από τα δεκατρία ονόματα δημοσιεύτηκαν στην «Ελευθερία» της επομένης (το φύλλο της οποίας στάθηκε αδύνατο να εντοπιστεί) κι άλλα τρία σ’ εκείνο της μεθεπομένης (Σπυρίδων Τραυλός, Σταύρος Ευταξίας, Ελευθέριος Σταυρίδης).
    Εφτά από τους δέκα υπόλοιπους μνημονεύονται πάντως στα απομνημονεύματα του θεατρικού επιχειρηματία Θόδωρου Κρίτα («Οπως τους γνώρισα», Αθήνα 1998, σ.199):Σπύρος Μελάς, Αχιλλέας Μαμάκης, Κλέων Παράσχος, Παναγιώτης Κατηφόρης, Κονιτόπουλος, Κώστας Καιροφύλας, Νίκος Γιοκαρίνης.
    Οι περισσότεροι είχαν αρθρογραφήσει στο ελληνόφωνο ιταλικό περιοδικό «Κουαδρίβιο», ο δε Γιοκαρίνης, αρχισυντάκτης του ΔΟΛ και πάλαι ποτέ διευθυντής της Βουλής, υπήρξε ένας από τους πιο εκτεθειμένους συνεργάτες των αρχών κατοχής που τον διόρισαν διευθυντή του Πανεπιστημίου, γενικό διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου και γενικό επόπτη της «ελληνικής» λογοκρισίας.
    Το «Κουαδρίβιο» κυκλοφορούσε κάθε Κυριακή τη διετία 1941-1943, με διευθυντή τον Τελέσιο Ιντερλάντι και διευθυντή σύνταξης κάποιον Ιωάννη Κουρούνη.
    Ξεφυλλίζοντας τα διαθέσιμα τεύχη του διαπιστώνουμε ότι μεταξύ των επώνυμων συνεργατών του συγκαταλέγονταν φυσιογνωμίες του δημοσιογραφικού και λογοτεχνικού κόσμου όπως ο Κωνσταντίνος Φαλτάιτς, ο Κώστας Καιροφύλας, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, ο Αλέκος Λιδωρίκης, ο Δημήτρης Γατόπουλος κ.ά.
    «Περισσότεροι απ’ όσους περιμέναμε» θα σχολιάσει πικρά το 1943 στο προσωπικό ημερολόγιό του ο Γιώργος Θεοτοκάς («Τετράδια ημερολογίου, 1939-1953», Αθήνα 1987, σ.351).
    Η «αυτοκάθαρση» αποδείχθηκε πάντως εξαιρετικά βραχύβια. Μετά τη Βάρκιζα, το Πειθαρχικό της ΕΣΗΕΑ μετέτρεψε τις ποινές οριστικής διαγραφής σε ολιγόχρονες ή αποκατέστησε πλήρως τους διωχθέντες, τα δε Ειδικά Δικαστήρια Δωσιλόγων επέδειξαν ιδιαίτερη απροθυμία ν’ ασχοληθούν με τον κλάδο.
    Εχουν καταγραφεί έξι όλες κι όλες παραπομπές Αθηναίων δημοσιογράφων (Μελάς, Μαμάκης, Ευταξίας, Σταυρίδης, Τραυλός και Αριστος Καμπάνης), από τους οποίους ένας μόνο -ο Τραυλός- καταδικάστηκε τελικά.
    Ακόμη και σ’ αυτή την τελευταία περίπτωση, τα πρακτικά της δίκης πιστοποιούν «πως η άσκηση “προπαγάνδας υπέρ του εχθρού” δεν ήταν αναγκαστικά επιλήψιμη για τη Δικαιοσύνη, ούτε για πολλούς συναδέλφους του» (Δημήτρης Κουσουρής, «Δίκες των δωσιλόγων», Αθήνα 2014, σ.560).
    Ανάλογα συμπεράσματα προκύπτουν κι από την αντίστοιχη δίκη στη Θεσσαλονίκη των δημοσιογράφων που επάνδρωσαν τις καθαρά χιτλερικές «Νέα Ευρώπη κι «Απογευματινή», με μάρτυρες υπεράσπισης κορυφαίες φυσιογνωμίες της βορειοελλαδίτικης εθνικοφροσύνης.
    Το σκεπτικό της συλλογικής αυτής απαλλαγής μπορεί να συμπυκνωθεί στην κατάθεση ενός από τους μάρτυρες υπεράσπισης του Τραυλού: ο κατηγορούμενος (και κατ’ επέκταση ο κατοχικός Τύπος), υποστήριξε, μπορεί να διαδραμάτισε κομβικό ρόλο στην παραγωγή και διασπορά της κατοχικής προπαγάνδας, τελικά όμως ο ίδιος «δεν παρεσύρθη απ’ αυτά που εδημοσίευε».
    Από τις έντεκα ημερήσιες εφημερίδες που κυκλοφορούσαν στην Αθήνα την άνοιξη του 1941, τρεις έκλεισαν αμέσως μετά την άφιξη των Γερμανών: το «Ελληνικόν Μέλλον», ο «Ασύρματος» (σχετικά πρόσφατο απογευματινό φύλλο που εκδόθηκε στις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και διακρινόταν για την ένθερμη υποστήριξή του προς τους Αγγλοαμερικανούς) και το ιστορικό «Εθνος», οι εγκαταστάσεις του οποίου κατασχέθηκαν για την έκδοση των ξενόγλωσσων τοπικών εντύπων του Αξονα («Deutsche Nachrichten für Griechenland» και «Giornale di Roma»).
    Οι υπόλοιπες οκτώ, πέντε πρωινές και τρεις απογευματινές, συνέχισαν να κυκλοφορούν, με μια μικρή αλλά καθοριστική διαφορά: τη διακριτική «αποχώρηση» των εκδοτών και διευθυντών τους από το προσκήνιο και την (τυπική) ανάληψη της ευθύνης για την έκδοσή τους από το συντακτικό προσωπικό ή κάποια στελέχη, άμεσα συνδεόμενα συνήθως με την παλιά εργοδοσία.
    Ο Δημήτριος Λαμπράκης του «Ελ. Βήματος» και των «Αθηναϊκών Νέων»

     Στις 26/4/1941, μία ημέρα πριν από την παράδοση της Αθήνας, τα έντυπα του ΔΟΛ «Ελεύθερον Βήμα» και«Αθηναϊκά Νέα» εμφανίστηκαν ως «έκδοση» (το πρώτο) ή «ιδιοκτησία» (τα δεύτερα) «του εργαζόμενου προσωπικού», διευθυνόμενα «από τριμελή επιτροπή», με τη διευκρίνιση πως ο ιδρυτής και μέχρι τότε εκδότης Δημήτριος Λαμπράκης (φωτ.) «εγκαταλείπει την δημοσιογραφίαν» και «εξεχώρησεν οριστικώς εις το προσωπικόν» τους τίτλους και τα περιουσιακά τους στοιχεία.

    Στην πραγματικότητα η εκχώρηση ήταν εικονική, η δε επιτροπή αποτελούνταν από ισάριθμους εμπίστους του. «Στοιχειώδες μέτρο προνοίας» τη χαρακτηρίζει τις επόμενες μέρες στο προσωπικό του ημερολόγιο ο Χριστόφορος Χρηστίδης, διευθυντικό στέλεχος του Ερυθρού Σταυρού με μακρά παρουσία στον αθηναϊκό Τύπο, διευκρινίζοντας ότι, «φυσικά, το δημοσιογραφικό συγκρότημα παραμένει πάντα ιδιοκτησία του δημιουργού του».
    Αν κάτι ξεχωρίζει πάντως την κατοχική πολιτεία του ΔΟΛ από εκείνη των υπόλοιπων φύλλων δεν είναι αυτή η εικονική μεταβολή, αλλά ο συνακόλουθος επιχειρηματικός συνεταιρισμός του με τον επίσημο προπαγανδιστικό μηχανισμό του Ράιχ, την εταιρεία Mundus A.G. που είχαν συστήσει τα γερμανικά υπουργεία Εξωτερικών και Προπαγάνδας για τον έλεγχο των ΜΜΕ στις κατεχόμενες χώρες.
    Τον Σεπτέμβριο του 1941 η Mundus ανέλαβε το 51% των μετοχών της κοινοπραξίας («Ελεύθερον Βήμα Α.Ε.»), στο Δ.Σ. της οποίας μετείχαν, μεταξύ άλλων, ο αρχηγός της ναζιστικής ΕΣΠΟ, Γεώργιος Βλαβιανός, κι ο επικεφαλής της γερμανικής λογοκρισίας, Χέριμπερτ Σβέρμπελ.

     Εξίσου έγκαιρα φρόντισε να καμουφλαριστεί και η «Εστία» των αδελφών Αχιλλέα και Κύρου Κύρου.


    Οι αδελφοί Αχιλλέας και Κύρος Κύρου της «Εστίας» | 
    ΑΔ. ΚΥΡΟΥ,
     «ΤΟ ΑΠΟΛΕΣΘΕΝ ΘΕΛΓΗΤΡΟΝ» (1997)
    Στις 24/4/1941 τα ονόματά τους παύουν ν’ αναγράφονται ως «διεύθυνσις», για ν’ αντικατασταθούν δυο μέρες μετά απ’ αυτό του Ι. Π. Ζωγράφου. Οπως και πριν, στην προμετωπίδα εξακολούθησε φυσικά να μνημονεύεται -σαν «Διευθυντής (1898-1918)»- ο προ πολλού εκλιπών πατέρα τους, Αδωνις Κύρου.
    Την ίδια μέρα (26/4), κύριο άρθρο με τίτλο «Οπως χωρίζονται οι φίλοι» ξεκαθάρισε την πολιτεία της εφημερίδας στους δύσκολους καιρούς που ξημέρωναν: στο εξής, διαβάζουμε, «άλλαι Ελληνικαί αρεταί θα πρέπει να αντικαταστήσουν τας αρετάς εκείνας, αι οποίαι τους παρελθόντας έξι μήνας εδόξασαν και ετίμησαν την Ελλάδα»· την «προσωπικήν ανδρείαν» και «την αυταπάρνησιν [...] θα αντικαταστήσουν η χριστιανική υπομονή, η υπερήφανος εθνική εγκαρτέρησις, η ακατάβλητος Ελληνική αξιοπρέπεια».
    Σύμφωνα με το ημερολόγιο του Αμερικανού Λερντ Αρτσερ, στον κοινωνικό περίγυρο των εκδοτών διαδόθηκε πως οι αυτοί «προτίμησαν να ξεφορτωθούν αυτό το περιουσιακό στοιχείο, αντί να παίρνουν εντολές από τον Γκαίμπελς».
    Μισό μήνα μετά (14/5/1941), στο λογότυπο της εφημερίδας εμφανίστηκε ωστόσο η συνθηματική ένδειξη «Ιδιοκτησία κληρονόμων Αδώνιδος Κύρου», ενώ η «έκδοσις και διεύθυνσις» εξακολούθησε ν’ αποδίδεται στον Ζωγράφο. Η εφημερίδα έκλεισε τελικά στα τέλη Οκτωβρίου.
    Σύμφωνα με την επίσημη οικογενειακή αφήγηση, το κλείσιμο αποφασίστηκε από το προσωπικό «εις ένδειξιν διαμαρτυρίας κατά του στυγνού καθεστώτος των εισβολέων», με την προσχηματική επίκληση οικονομικής αδυναμίας.

     Απόσυρση του διευθυντή Στέφανου Πεσμαζόγλου είχαμε και στην «Πρωία». Τη διεύθυνση ανέλαβε ο αρχισυντάκτης Γιώργος Καράντζας, με αρχισυντάκτη τον Πέτρο Παπακωνσταντίνου. Σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής, στον λογότυπο μνημονεύεται μόνο το όνομα του διευθυντή.


     Στην περίπτωση της «Καθημερινής», ο εκδότης και διευθυντής της Γεώργιος Βλάχος αποχώρησε αφήνοντας στο πόδι του ως «διευθύνοντα» τον Νίκο Αναστασόπουλο.

    ΕΛ. ΒΛΑΧΟΥ, «ΠΕΝΗΝΤΑ ΚΑΙ ΚΑΤΙ...», τ.Α΄ (1991)
    Ο Γεώργιος Βλάχος της «Καθημερινής» 
    Το όνομα του τελευταίου εμφανίζεται για πρώτη φορά στις 18/5/1941, κάτω από εκείνο του «ιδρυτή» Γ.Α.Β., που δεν αφαιρέθηκε ποτέ.
    Μολονότι η επίσημη οικογενειακή αφήγηση επιμένει πως επί Κατοχής ο τελευταίος δεν είχε την παραμικρή επαφή με την έκδοση, ο πρώτος πληθυντικός του ημερολογίου της κόρης του και η έγκαιρη καταγραφή εκ μέρους της ζωτικών λεπτομερειών της λειτουργίας της εφημερίδας σκιαγραφούν μιαν αρκετά διαφορετική εικόνα.

     Δυο εφημερίδες, η «Βραδυνή» και ο «Πρωινός Τύπος», άργησαν κάπως ν’ ακολουθήσουν το παράδειγμα των υπόλοιπων φύλλων.

    Η πρώτη εξακολούθησε για περίπου έναν χρόνο ν’ αναγράφει την ίδια ιδιοκτησία (Νίνα Αραβαντινού) και διεύθυνση (Λεων. Μπορτολής), ώσπου το 1942 την ανέλαβε -κι εδώ- «επιτροπή συντακτών».
    Η δεύτερη είχε κυκλοφορήσει μόλις στις 9/4/1941, τρεις μέρες μετά τη γερμανική επίθεση, ως πρωινή μετεξέλιξη του απογευματινού «Τύπου» που υπήρχε από τον Δεκέμβριο του 1934. Παρέμεινε δε στα ίδια χέρια μέχρι τις 23/10/1941, όταν ο διευθυντής Νικόλαος Κρανιωτάκης κι η ιδιοκτήτρια Α.Ε. του «απεχώρησαν» παραδίδοντάς τη στο συντακτικό προσωπικό, «υπό ιδίαν αυτού ευθύνην και δι’ ίδιον λογαριασμόν».
    Φαίνεται πάντως ότι εδώ η μεταβίβαση είχε ουσιαστικό περιεχόμενο, όπως πιστοποιεί η οφθαλμοφανής αλλαγή του ύφους και της γραμμής του συνεταιρικού πλέον εντύπου, που εγκατέλειψε την κραυγαλέα ταύτιση με τον κατακτητή για μια μετριοπαθέστερη στάση. Τον Μάρτιο του 1944 η εφημερίδα και οι συντάκτες της απορροφήθηκαν από την «Πρωία», για οικονομικούς πιθανότατα λόγους.

     Ειδική περίπτωση αποτέλεσε η «Ακρόπολις», ο λογότυπος της οποίας στις αρχές της Κατοχής μνημόνευε δυο διευθυντές: «συντάξεως» (Νάσος Μπότσης) και «οικονομικό» (Θεόφιλος Βουτσινάς), συνιδιοκτήτες και κληρονόμους του επανιδρυτή της, Γεωργίου Βουτσινά.

    Το καλοκαίρι του 1941 ο Μπότσης συνελήφθη κι εκτοπίστηκε στην Ιταλία –σύμφωνα με τον αδερφό του– επειδή αρνήθηκε να δημοσιεύσει κάποιο προπαγανδιστικό άρθρο. Η εφημερίδα δεν κυκλοφόρησε δυο μέρες και στις 29/7/1941 ξαναβγήκε δίχως το όνομά του· ο Βουτσινάς παρέμεινε «οικονομικός διευθυντής» για ένα δίμηνο, με αρχισυντάκτη τον Δημήτριο Νίτσο, ώσπου αναβαθμίστηκε σε μοναδικό «διευθυντή» (19/9/1941).
    Το επόμενο βήμα σημειώθηκε τον Μάρτιο του 1944, όταν η Γερμανική Υπηρεσία Τύπου διά στόματος Σβέρμπελ ανακοίνωσε στον τρίτο συνιδιοκτήτη, Αργύριο Μπότση, την απόφασή της (με τη σύμφωνη γνώμη του «γερμανόφιλου» Βουτσινά) να μετατραπεί η «Ακρόπολις» σε άτυπο βήμα της εγχώριας ναζιστικής οργάνωσης «Εθνική Ενωσις Ελλάς» (ΕΕΕ).
    Ο Νίτσος παραιτήθηκε και την αρχισυνταξία ανέλαβε ο δημοσιογράφος της εφημερίδας Ελευθέριος Σταυρίδης, πάλαι ποτέ γενικός γραμματέας κι αρχηγός της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΚΚΕ (1926-1928), συνεργάτης κατόπιν του Μανιαδάκη και του κατοχικού γενικού διευθυντή Δημοσίας Τάξεως Πολυχρονόπουλου· άνθρωπος με λαμπρό επίσης μεταπολεμικό μέλλον, ως στέλεχος του καραμανλικού παρακράτους και συντάκτης ενός από τα επιτελικά σχέδια βίας και νοθείας των εκλογών του 1961.
    Η μεταβολή καταγράφηκε κι από τη βρετανική SOE, σχετική αναφορά της οποίας επισημαίνει στις 23/5/1944 ότι το όνομα του Σταυρίδη φιγουράριζε επίσης το 1941 «σε λίστα πρακτόρων της Γκεστάπο».
    *από την "Εφημερίδα των Συντακτών"

    ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
    Από την Αντίσταση στην εθνικοφροσύνη
    Από τα Τάγματα στους συνταγματάρχες